αρμολογώ

αρμολογώ
(Α ἁρμολογῶ, -έω)
συναρμολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρμός + -λογώ (-έω) (< -λογος < λόγος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αρμολογώ — ησα, ήθηκα, ημένος, γεμίζω με κονίαμα τους αρμούς ανάμεσα στις πέτρες ενός τοίχου: Δεν τον αρμολόγησες, μάστορη, καλά τον τοίχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁρμολογῶ — ἁρμολογέω join pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἁρμολογέω join pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • αρμολόγηση — και λογιά, η [αρμολογώ] η συναρμολόγηση, η τοποθέτηση αντικειμένων ή εξαρτημάτων ώστε να συνδυάζονται οι αρμοί τους …   Dictionary of Greek

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • συναρμολογώ — συναρμολογῶ, έω, ΝΜΑ [ἁρμολογῶ] συναρμόζω, συνενώνω επιμέρους τμήματα ή τεμάχια για τη συγκρότηση ενός αρμονικού και ενιαίου συνόλου μσν. αρχ. (το μέσ.) συναρμολογοῡμαι, έομαι (για την Εκκλησία και το σώμα τών πιστών) συνενώνομαι αρχ. μτφ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”